-
1 оркестровка
η ενορχήστρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оркестровка
-
2 оркестрантский
επ.ορχηστρικός, του ορχηστή ή της ορχήστρας.
См. также в других словарях:
ορχηστρικός — ή, ό σχετικός με την ορχήστρα («ορχηστρικό κομμάτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορχήστρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Α. Ν. Πετσάλη] … Dictionary of Greek
Σποντίνι, Γκασπάρε Λουίτζι Πατσίφικο — (Spontini). Ιταλός συνθέτης (1774 1851). Διάδοχος του Τσιμαρόζα στη θέση του διευθυντή ορχήστρας των Βουρβώνων, που είχαν καταφύγει το 1799 στο Παλέρμο, εγκατάλειψε τη θέση του ένα χρόνο αργότερα και το 1803 πήγε στο Παρίσι, όπου διορίστηκε… … Dictionary of Greek